πλεκτάν — πλεκτά̱ν , πλεκτή coil fem acc sg (doric aeolic) πλεκτά̱ν , πλεκτός plaited fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτάς — πλεκτά̱ς , πλεκτή coil fem acc pl πλεκτά̱ς , πλεκτός plaited fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLECTILIS Corona — apud Plautum Bacch. Actu. 1. Sc. 1. v. 37. Pro galea scaphium, pro insigni sit corona plectilis: a plectendo dicta est. Cuiusmodi coronae Graecis sunt ςτέφανοε πλεκτοὶ, Aeschylo ἄνθη πλεκτὰ; Homero Il. X. v. 469. πλεκτὴ ὠναδέσμη. Proprie autem… … Hofmann J. Lexicon universale
πλεκτική — Η τέχνη, η βιομηχανία μετατροπής νημάτων σε πλεκτά είδη. Για την π. με το χέρι χρησιμοποιούνται βελόνες, διαφόρων μεγεθών, κατασκευασμένες από σίδερο, χάλυβα ή κόκκαλο. Τα περισσότερα πλεκτά είδη κατασκευάζονται τώρα από πλεκτικές μηχανές, που… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
VITILES Naves — apud Plinium. l. 7. c. 56. Etiam nunc in Britannico Oceano vitiles coriô circumsutae sunt. In Nilo ex papyro, et scirpo et arundine: Solino dicuntur viminei alvei, c. 22. Sed alind vitile, aliud vimineum. Quidquid enim evimineest, id vitile… … Hofmann J. Lexicon universale
αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… … Dictionary of Greek
βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… … Dictionary of Greek
γουόρστεντ — 1. στριμμένο νήμα ερίου, νήμα πενιέ (για υφάσματα και πλεκτά) 2. μάλλινο ύφασμα πενιέ (ενδυμάτων) … Dictionary of Greek